- παρακράτος
- парадржава
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
παρακράτος — το 1. άτυπη ημιαυτόνομη και μυστική πολιτικο στρατιωτική οργάνωση ή ομάδα που δρα παράλληλα προς τους νόμιμους κρατικούς θεσμούς, με τους οποίους διασυνδέεται και διακλαδώνεται λειτουργικά, και είτε ενεργεί υπό την σκιά τής επίσημης εξουσίας ως… … Dictionary of Greek
παρακράτος — το ους, το σύνολο των ανθρώπων που ανήκουν σε παράνομη οργανωμένη κίνηση και δρουν συνήθως με την ανοχή του επίσημου κράτους: Η δραστηριότητα του παρακράτους μαρτυρεί την αδυναμία της κυβερνητικής εξουσίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρακρατικός — ή, ό [παρακράτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παρακράτος («παρακρατικές οργανώσεις») 2. το αρσ. ως ουσ. ο παρακρατικός άτομο που υπηρετεί το παρακράτος («οι παρακρατικοί εξόρμησαν και πάλι») … Dictionary of Greek
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
Αγγλική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών — (ΑΕΑΙ). Προνομιούχος εμπορική εταιρεία που ιδρύθηκε το 1600 στην Αγγλία. Σύμφωνα με το σύστημα που επικρατούσε τον 16ο αι., το αγγλικό κράτος παραχωρούσε σε ορισμένες εμποροναυτιλιακές εταιρείες, το αποκλειστικό προνόμιο να εμπορεύονται με… … Dictionary of Greek
νεολογισμός — ο 1. λέξη που παίρνει νέα σημασία. 2. νεόπλαστη λέξη: Η λέξη παρακράτος είναι νεολογισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)